- αμοίχευτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν έκαμε μοιχεία: Απόδειξε αναμφισβήτητα πως ήταν αμοίχευτος.2. αυτός που σε βάρος του δεν έγινε μοιχεία: Μ' όλες τις διαδόσεις για τον άντρα της πίστευε πως ήταν αμοίχευτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.